Η Άσσια είναι ένα από τα μεγάλα χωριά της κεντρικής Μεσαορίας στην επαρχία Αμμοχώστου. Βρίσκεται πάνω στον παλιό δρόμο Λευκωσίας - Αμμοχώστου, και στα νότια του καινούριου δρόμου σε απόσταση περίπου 14 μίλια από τη Λευκωσία στα ανατολικά της και 24 μίλια από την Αμμόχωστο στα δυτικά της. 

 

 
Στα δυτικά του χωριού και πολύ κοντά είναι η Αφάνεια, στα ανατολικά η Βατυλή, στα βορειοδυτικά, βόρεια και βορειοανατολικά η Αγκαστίνα. ο Μαραθόβουνος, η Μουσουλίτα και ο Στρογγυλός. Στα νότια, σε κάπως μεγαλύτερη απόσταση είναι η Τρεμετουσιά, το 'Αρσος, η Αθηαίνου και δυο μικρά τουρκοκυπριακά χωριά η Αγιά και η Μελούσια. 

 

 
Στη βόρεια πλευρά του χωριού εκτείνεται η πεδιάδα της Μεσαορίας, πλούσιος, εύφορος κάμπος, όπου ευδοκιμεί κυρίως το σιτάρι, παλαιότερα δε καλλιεργούσαν και το βαμβάκι, το σησάμι, τα μποστάνια. Είναι επίπεδη εύφορη γη, με λίγα δέντρα, ποτίζεται δε από τον ποταμό Γιαλιά που τη γεμίζει με πλούσιες προσχώσεις. 

 

 
Ένα παλιό αρδευτικό σύστημα - βαθιά αυλάκια που οδηγούν το νερό σ' όλες τις περιοχές και κάποιοι άγραφοι κανονισμοί και ο τεράστιος μόχθος των κατοίκων βοηθούν στο πότισμα όλης της περιοχής, απαραίτητο για κάθε γεωργική παραγωγή. Στα νότια είναι ο Τράχωνας, γη λιγότερο γόνιμη, φτανή ή και πετρώδης, που δεν ποτίζεται παρά από τη βροχή και με λάκκους. Εδώ σπέρνεται κυρίως κριθάρι και βόσκουν τα πρόβατα. Εδώ βρίσκονται και τα περβόλια που παράγουν πλούσια και καλής ποιότητας λαχανικά.

 

Το όνομα του χωριού προέρχεται κατά μια εκδοχή από το άδεντρο και άσκιο της περιοχής. Τα δέντρα ήταν πάντα πολύ λίγα και δεν υπήρχε σκιά, Η περιοχή ήταν άσκια (χωρίς σκιά), σιγά - σιγά δε με κάποια παραφθορά συνήθη στην Κυπριακή σε όμοιους φθόγγους, έγινε Άσσια. Στο μεσαιωνικά κείμενα αναφέρεται σαν Άσκια ή Ασκία ή Ascia. Σχετικά αναφέρει ο Σ. Μενάρδος στο βιβλίο του «Το τοπωνυμικό της Κύπρου¨: Αθήναι. 1907. Επίσης Άσσια καλείται παλαιά κώμη (Μσ.) μνημονευομένη πολλάκις επί της φραγκοκρατίας ότι απετέλει κατά την ενετικήν απογραφήν το baliazzo d'Αscha (Μas L. III 509). Άσσος δε ήτο πόλις της Μυσίας επί του Αδρομυττίου κόλπου. Εν τοις Assises γράφεται διαφοροτρόπως Aschia, Αchia, Asquie (τόμ. 11 σ. 457, 461, 471) και παρά Μαχαιρά (269. 271, 286) «'Ασκια και Αχεά» (σ. 69) πάσαι δ' αι γραφαί αύται μαρτυρούσιν ότι έκτοτε συνέπεσεν η προφορά των και σήμερον συγχεομένων φθόγγων σσι, σκι, χχι πάντων ακουσμένων ως ταχύ ιταλικόν sc(βλ. Αθ. 8', 151). Υπάρχει και μια λαϊκή ετυμολογία, κοινή σε πολλούς κατοίκους του χωριού ότι το όνομα το πήρε από τα ασκιά που κατασκεύαζαν πολλοί κάτοικοι από τα δέρματα προβάτων και αιγών. Σε περιόδους ηρωικών φαγοποτιών και ομηρικών διαγωνισμών στο πιοτό μερικοί έλεγαν ότι το όνομα προήλθε από το ότι οι κάτοικοι εδώ έπιναν το κρασί με τα ασκιά. 

 

 
Σχεδόν σε όλες τις πλευρές του χωριού, σε πολύ κοντινή ή κάπως πιο μακρινή απόσταση υπάρχουν λείψανα από παλαιούς οικισμούς, που δείχνουν την κατά καιρούς τοποθεσία του χωριού. Στα νότια υπάρχει η τοποθεσία "καταλύματα», όπου βρίσκονταν διάφορα πήλινα σπασμένα αντικείμενα, πηγάδια, σπηλιές, δείγμα τούτο ότι εκεί ήταν κάποιος παλαιός οικισμός. Η ονομασία, τα αντικείμενα και κάποιες παραδόσεις κάμνουν την εκδοχή αυτή πολύ λογική. Πολλοί παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού υποστήριζαν ότι σε παλαιότερα χρόνια το χωριό βρισκόταν στην τοποθεσία Μάνια (Μάνγκια). Προς το μέρος της Αγκαστίνας καταμεσίς στον κάμπο. Εκεί η γη είναι γόνιμη και υπήρχαν πολλά νερά. Δίπλα εκεί περνούσε ο δρόμος της Μεσαρκάς, που ένωνε Λευκωσία - Αμμόχωστο και τα χωριά της Μεσαορίας. Κάπου κοντά ενωνόταν ο ποταμός Γιαλιάς με τον Πεδιαίο. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν και κάποια ερείπια και πάλι κάποιες παραδόσεις. Τον καιρό της Φραγκοκρατίας υπήρχε εκεί μοναστήρι, με εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και με δώδεκα μοναχούς. Οι Τούρκοι κατάστρεψαν το μοναστήρι και το μετάτρεψαν σε αγρόκτημα. Το αγρόκτημα το δώρισε ο Λαλά - Μουσταφάς στο Ροματάν πασά που έμενε στην 'Ασκια». Επειδή όμως η περιοχή πλημμύριζε από το νερά του ποταμού κοι γινόταν λασπώδης, οι κάτοικοι της Μάνιας αναγκάστηκαν να μετακινηθούν προς την Άσσια, στα βόρεια του σημερινού χωριού. Διάφοροι γέροντες ανάφεραν: «Πάντα ακούαμε για μια γυναίκα που μπήκε μπροστά και μαζί με άλλους χωριανούς μας, χώρισαν τους δυο ποταμούς, έτσι που ο Γιαλιάς να περνά δίπλα από το χωριό μας». Η γυναίκα αυτή λέγεται πως ήταν η Κόμησσα Μαρία, που είχε μεγάλο αγρόκτημα, εκεί όπου σήμερα είναι το χωριό Στρογγυλός. Το γεγονός αυτό τοποθετείται τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Ο ποταμός όμως εξακολουθούσε να τους δημιουργεί προβλήματα κι έτσι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν προς τα νότια, που ήταν πιο ψηλά, εκεί περίπου που σήμερα είναι η Άσσια. Η νέα τοποθεσία ήταν στην περιοχή Προδρόμου και Χανούθκια, στα βορειοδυτικά του χωριού. Στην τοποθεσία Προδρόμου βρέθηκαν θεμέλια, ίσως ναού, που οι πέτρες τους χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση της εκκλησίας Προδρόμου στην πάνω ενορία του χωριού. Για την ύπαρξη εκκλησίας σ' αυτή την περιοχή μιλούν και διάφορες διηγήσεις μεταξύ των γεροντότερων Ασσιωτών. Πολλοί έλεγαν ότι θυμούνταν που στην περιοχή αυτή γινόταν υπαίθρια θεία λειτουργία με κάποιες πολύ πρόχειρες διευθετήσεις. Ερείπια υπήρχαν και στην περιοχή Χανούθκια μαγαζιά,(καταστήματα) καθώς και μια μικρή πλιθαρόκτιστη εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου στα βορειοανατολικά του χωριού. Η εκκλησούλα υπάρχει μέχρι σήμερα. Εκεί, όταν έσκαβαν για να πάρουν «χαβάρα» για επίστρωση των δρόμων, έβρισκαν σκελετούς ανθρώπων, γεγονός που μαρτυρά ότι θα βρισκόταν κάποιο νεκροταφείο. Επί πλέον στην περιοχή αυτή υπήρχαν τρεις λάκκοι: ο Λουρικός, στο δρόμο Άσσιας Αγκαστίνας, ο Λάκκος της Καμάρας, στο δρόμο 'Ασσιας Στρογγυλού και ένας άλλος. Από αυτούς πότιζαν οι βοσκοί και υδρευόταν όλο το χωριό, γιατί δεν υπήρχε άλλη προμήθεια πόσιμου νερού. Μια άλλη μαρτυρία ότι το χωριό βρισκόταν τότε σ' αυτή την περιοχή είναι η εκκλησία της Παναγίας. 

 

 
Είναι μια εκκλησία του 15ου αιώνα που έχει μεγάλη αρχαιολογική αξία, όπως αναφέρει και ο Άγγλος αρχαιολόγος Robert Gunnis. Οι τοίχοι της ήταν σκεπασμένοι με τοιχογραφίες, καλύφθηκαν όμως από τους χωρικούς κατά την επισκευή της. Διατηρείται στην εκκλησία σταυρός του 17ου αιώνα και διάφορες παλαιές εικόνες. Κάτι πολύ αξιοσημείωτο είναι η μαρτυρία για τις προσχώσεις του ποταμού Γιαλιά. Το δάπεδο της εκκλησίας είναι κάπου 15 πόδια κάτω από την επιφάνεια του διπλανού δρόμου, λέγεται μάλιστα ότι το δάπεδο ξαναστρώθηκε δυο φορές, όταν η εκκλησία γέμιζε λάσπη σε καιρούς πλημμυρών, από το διπλανό ποταμό. Από ένα σκάψιμο στ' αριστερά της εισόδου φαίνεται ότι η εκκλησία είναι παραχωμένη στο έδαφος σχεδόν στο μισό της ύψος. Η εκκλησία φαίνεται πως περισώθηκε, γιατί γύρω από την αυλή της υπάρχει ψηλό περιτοίχισμα. Από την επιφάνεια του δρόμου ως το δάπεδο της εκκλησίας κατεβαίνουμε κάπου 20 σκαλοπάτια. Η εκκλησία λειτουργόταν 4 φορές το χρόνο, τις 4 μέρες που γιορτάζει η Παναγία και γνώριζε μεγάλη κοσμοσυρροή. Την επισκέπτονταν όμως συχνά οι Ασσιώτες, γιατί δίπλα περνούσε ένας μεγάλος δρόμος προς τα χωράφια του κάμπου και γιατί στην αυλή της βρισκόταν το νεκροταφείο του χωριού, το παλαιό και δίπλα το καινούριο. Για την εκκλησία αυτή αναφέρει και ο Jeffery τα εξής στο βιβλίο του "Μνημεία της Κύπρου": Το χωριό το εξυπηρετούν δυο μεγάλες εκκλησιές του 19ου αιων. πολύ συνηθισμένου ρυθμού, ενώ σε μικρή απόσταση στα βόρεια βρίσκεται μια αρχαία δίκλιτη εκκλησία, αφιερωμένη στην Παναγία Θεοτόκου μέσα σ' ένα νεκροταφείο. Πάνω από την πύλη της εισόδου της αυλής της εκκλησίας υπάρχει μια ασπίδα που φέρει ένα θυρεό και σε μια πρόχειρη είσοδο υπάρχει μια πλάκα ενός ιδιώτη με Ελληνική επιγραφή. Αργότερα, όταν το χωριό μετακινήθηκε προς τα νότια, οι κάτοικοι έκτισαν κάπου στο κέντρο την εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Με την κατάκτηση της Κύπρου οπό τους Τούρκους η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί. Οι παλαιότεροι κάτοικοι ανάφεραν ότι ο Ραματάν Πασάς που κατάστρεψε το μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου της Μάνιας, που του το δώρισε ο Λαλά Μουσταφάς διάλεξε την εκκλησία αυτή για να προσευχηθεί. Έκοψε με το σπαθί του μια γωνιά της εκκλησίας της έκαμε τάχα περιτομή και την ανακήρυξε σε τζαμί. Τις εικόνες τις πήραν κρυφά οι Χριστιανοί και τις φύλαξαν για τις νέες εκκλησίες τους αργότερα. Επειδή οι Τούρκοι κατοικούσαν στο κέντρο του χωριού, σ' αυτή την περιοχή ήταν το τζαμί, το χωριό χωρίστηκε σε δυο ενορίες, την πάνω, στα δυτικά και την κάτω, στ' ανατολικά. Λίγο μετά το μέσο του 19ου αιώνα (1861) έκτισαν και τις εκκλησίες τους, του Τιμίου Προδρόμου η πάνω και του Αγίου Γεωργίου, η κάτω ενορία. Οι εκκλησίες χτίστηκαν με εθελοντική εργασία των κατοίκων και λόγω της μεγάλης προθυμίας τους, σε απίστευτα σύντομο χρονικό διάστημα. 
 
Η μετακίνηση του χωριού προς τα νότια συνεχιζόταν ως τις μέρες μας. Προς τα νότια το υψόμετρο ήταν μεγαλύτερο, ενώ τα βόρεια πλημμύριζαν οπό τον ποταμό Γιαλιά κι ένα παραπόταμο, τον Κατουλιάρη. Από τα νότια κάποτε λίγο έξω από το χωριό περνούσε ο δρόμος Λευκωσίας Αμμοχώστου, λίγο πιο πέρα ήταν το σχολείο του χωριού, ωραίο πετρόκτιστο κτίριο, με ιωνικούς κίονες, δίπλα οι κατοικίες των δασκάλων, πίσω το γήπεδο του Εθνικού Άσσιας και σ' όλη την έκταση του δρόμου ωραία, καινούρια σπίτια με όμορφους κήπους. 

 

 
Το χωριό όλο και πήγαινε προς τα νότια σ' όλη την έκταση του δρόμου, ενώ οι βόρειες γειτονιές όλο και ερήμωναν. Επειδή η εκκλησούλα του Αγίου Θεοδώρου, που ανάφερα πιο πριν, κινδύνευε να καταστραφεί κι είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί, χτίστηκε στα νότια, σε ύψωμα, ωραία, καινούρια εκκλησία με εράνους συνεισφορές κι εργασία των χωριανών κι εγκαινιάστηκe από τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

 

Τους Ασσιώτες διέκρινε ένας τοπικισμός, δεν έφευγαν από το χωρίο τους εκτός εάν ήταν αναγκασμένοι. Την χρονιά της Τουρκικής εισβολής, το χωριό αριθμούσε 2500 κατοίκους.

Απογραφή 1891 1901 1911 1921 1931 1946 1960 1973
Έλληνες 885 1052 1239 1470 1639 1905 2209 2437
Τούρκοι 124 121 143 206 116 136 - -
Σύνολο 1009 1173 1382 1676 1755 2041 2209 2437